πολεμεφόδια

πολεμεφόδια

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "πολεμεφόδια" в других словарях:

  • πολεμεφόδια — τα βλ. πολεμοφόδια …   Dictionary of Greek

  • πολεμοφόδια — και πολεμεφόδια, τα, Ν το σύνολο τών εφοδίων που χρησιμοποιούνται στον πόλεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + εφόδια. Ο τ. πολεμοφόδια προήλθε από τον ορθό τ. πολεμεφόδια με αφομοιωτική τροπή τού ε σε ο . Η λ. πολεμεφόδια μαρτυρείται από το 1824 στην… …   Dictionary of Greek

  • πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»